- ερημίζω
- ἐρημίζω (Μ) [έρημος]1. (μτβ.) καταστρέφω ολοκληρωτικά2. (αμτβ.) (για σπίτι) γίνομαι έρημος, ερημώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερμίζω — ἑρμίζω (Μ) ερημώνω, καθιστώ κάτι έρημο, ρημάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημίζω (< έρημος) με σίγηση τού άτονου η] … Dictionary of Greek